συναποθλίβω

συναποθλίβω
Α
συνθλίβω συγχρόνως («ἔνιοι δὲ καὶ τά φύλλα συναποθλίβουσι», Διοσκ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀποθλίβω «πιέζω δυνατά, στείβω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”